- περικοσμώ
- (ε) μετ.1) украшать, наряжать; 2) перен. украшать, придавать блеск
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περικοσμώ — έω, ΝΑ [κοσμώ] διακοσμώ, στολίζω κάτι γύρω γύρω νεοελλ. μτφ. κάνω κάτι να φαίνεται όμορφο και μεγαλόπρεπο, προσδίδω αίγλη, λαμπρύνω … Dictionary of Greek
περικόσμημα — τὸ, ΜΑ [περικοσμώ] κόσμημα γύρω από κάτι … Dictionary of Greek